Η «Εις Άδου Κάθοδος» του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου

Αυτό το Μουσείο έχει τραβήξει πολλά και πριν και περισσότερα μετά την μετατροπή του σε ΝΠΔΔ με διορισμένο ΔΣ και Γενική Διευθύντρια. Η Κάθοδος στον Άδη του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (ΒΧΜ) συνεχίζεται. Όχι μόνο με τα διοικητικά και άλλα προβλήματα που προκάλεσε ο Ν. 5021/2023), αλλά και με την πρώτη έκθεση που το ΒΧΜ παρήγαγε μόνο του, υπό το νέο νομικό καθεστώς. Μια έκθεση που μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν στόχος της Διοίκησής του είναι να μετατραπεί από Μουσείο σε… παρεκκλήσιο!

Η έκθεση έχει τίτλο: «Από το Πάθος στην Ανάσταση» -ή τουλάχιστον έτσι λέει ο ιστότοπος του Μουσείου. Η ταμπέλα της έκθεσης βέβαια έχει άλλο τίτλο («τα πάθη»). Έκθεση με κρίση ταυτότητας ήδη από τον τίτλο…

Όπως μαθαίνουμε από τη σχετική ανακοίνωση στον ιστότοπο του Μουσείου (https://www.byzantinemuseum.gr/el/?nid=2832), αυτή η «μικρή» περιοδική έκθεση «ακολουθεί την πορεία του Χριστού από την Έγερση του Λαζάρου μέχρι και την Ανάστασή Του». Το ότι η έκθεση είναι μικρή δεν είναι πρόβλημα. Είκοσι πέντε εκθέματα θα ήταν υπεραρκετά για μία έκθεση που υπηρετεί τον σκοπό της, αν οι επιμελητές/τριες γνώριζαν καλά το αντικείμενό τους και είχαν στόχο να ξυπνήσουν ξεχασμένες γνώσεις στο μυαλό του επισκέπτη, να τον προβληματίσουν και να τον τέρψουν πνευματικά όπως, για παράδειγμα, είχε γίνει το 2005 με την έκθεση του ΒΧΜ «Σπήλαιο Ανδρίτσας –μοιραίο καταφύγιο» που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στο κοινό με μονοψήφιο αριθμό εκθεμάτων, όχι μόνο λόγω του θέματός της, αλλά και εξαιτίας των εμπνευσμένων μουσειογραφικών ιδεών της.

Πώς μπορεί να εννοήσει ο επισκέπτης τον σκοπό της έκθεσης «Από τα Πάθη στην Ανάσταση»; Ούτε εισαγωγικό πανό, ούτε κάποιο επεξηγηματικό κείμενο μέσα στον εκθεσιακό χώρο, ούτε φυλλάδιο ή κατάλογος (θεός φυλάξοι) δεν υπάρχει, που να δηλώνει την πρόθεση και τις αφηγήσεις της έκθεσης.

Οι διοργανωτές ίσως σκέφθηκαν ότι, καθώς έρχονται η Μεγάλη και η Διακαινήσιμος Εβδομάδα, ταιριάζει να κάνει το ΒΧΜ στους πολίτες ένα «ιερό δασκάλεμα» προς την κατεύθυνση της imitatio Christi. Διάλεξαν έτσι μια σειρά αντικειμένων που φέρουν σχετικά εικονογραφικά θέματα (Ανάσταση Λαζάρου, Η παραβολή των δέκα παρθένων, Μυστικός Δείπνος, Σταύρωση, Άκρα Ταπείνωση, Αποκαθήλωση, Εις Άδου Κάθοδος, κ.λπ.) και τα τοποθέτησαν σε μία αίθουσα σύμφωνα με τη σειρά των ιερών ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας.

Βέβαια, θα πρέπει να πούμε ότι, ακόμη κι έτσι, θα μπορούσε να στηθεί μία αξιοπρεπής έκθεση, αν οι επιμελητές ήταν διατεθειμένοι να πουν δυο λόγια για την ιστορία των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας, τις σχετικές διαμάχες και τις αλλαγές που προέκυψαν ιστορικά. Τίποτε από αυτά βέβαια δεν συμβαίνει εδώ. Στη μακρόστενη αίθουσα τα μόνα κείμενα είναι ο τίτλος της έκθεσης, ο κατάλογος των συντελεστών και κάτι τσιγκούνικες λεζάντες, οι οποίες ενίοτε δεν αναφέρουν ούτε το είδος του αντικειμένου που υπομνηματίζουν. Ίσως, οι επιμελητές δεν θεώρησαν υποχρέωσή τους να πληροφορήσουν τον «αμύητο» και «άπιστο» επισκέπτη, είτε επειδή αυτός δεν τους ενδιαφέρει, είτε επειδή έστησαν την έκθεση «άρπα κόλα» και δεν πρόλαβαν ούτε να διαβάσουν ούτε να γράψουν, έστω και τα στοιχειώδη.

Θα ήταν πράγματι αστείο ακόμη και να υπαινιχθεί κανείς κάτι για μουσειολογικό σκεπτικό, μουσειογραφικό σχεδιασμό ή εποπτικό υλικό στη συγκεκριμένη έκθεση. Ο σχεδιασμός των λεζαντών, το κόλλημά τους στον τοίχο, η τοποθέτηση και η διαδοχή των εκθεμάτων, η εντύπωση που αφήνει στον επισκέπτη η έκθεση, ιδίως αν λάβει υπόψη παλαιότερες παραγωγές του ΒΧΜ, είναι αυτή ενός εντυπωσιακού ερασιτεχνισμού, με δόση θρησκευτικής προπαγάνδας. Έτσι, ενώ μια έκθεση μουσείου οφείλει να είναι κατά το δυνατό επιστημονική και αντικειμενική, στην περίπτωσή μας οι επιμελητές κάνουν εξόφθαλμη κατήχηση ως πιστοί, αλλά και ανεπαρκή δουλειά ως επιστήμονες.

Η διαπίστωση αυτή είναι θλιβερή, δεδομένου ότι το σύγχρονο μουσείο δεν θα έπρεπε να ενστερνίζεται ή να υπονομεύει θρησκείες ή δόγματα, αλλά να επιχειρεί να ερμηνεύει τις διαφορές αυτού του είδους με μια ιστορική ματιά. Το ΒΧΜ δεν θα έπρεπε να απευθύνεται μόνο σε πιστούς, πλούσιους, γνώστες και Έλληνες, αλλά και σε «απίστους», φτωχούς, αδαείς και «ξένους». Εκτός αν εξαιρείται από τον γενικό κανόνα, όντας «μουσείο-εκκλησία», όπως υπαινίχθηκε προσφάτως σε δηλώσεις της στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» (25/02/24 έντυπη έκδοση, 26/02/24 ψηφιακή έκδοση) η τωρινή γενική διευθύντριά του, κ. Αικατερίνη Δελλαπόρτα.

Βέβαια ο εκθεσιακός κατήφορος του Μουσείου είναι παλιά υπόθεση και έχει ξεκινήσει ήδη από το 2017, με την περιοδική έκθεση «Ο βυζαντινός κόσμος του Ηλία Κοντοζαμάνη», για την οποία το περιοδικό Lifo έγραψε χαρακτηριστικά «Τι θέση έχουν αυτά τα εξαμβλώματα στους τοίχους του Βυζαντινού Μουσείου; Ακόμα και με κριτήρια νηπιαγωγείου, ένας ελάχιστα σοβαρός διευθυντής θα τα είχε απορρίψει». Έκτοτε, έχει ξεκάθαρα διαμορφωθεί στο ΒΧΜ μια εκθεσιακή παράδοση θρησκευτικού προσηλυτισμού και εθνικοφροσύνης εντελώς ξένη με την ιστορία των πρώτων εκατό χρόνων της ιστορίας του (1914-2014).

Ο Γεώργιος Λαμπάκης και ο Γεώργιος Σωτηρίου, προσωπικότητες που καθόρισαν την εξέλιξη του Μουσείου, μιλούσαν ξεκάθαρα και χωρίς ενοχές για τη θρησκεία, την πατρίδα και το έθνος και, επιπλέον, η επιστημονική ποιότητα και οι προδιαγραφές τεκμηρίωσης της αρχαιολογικής τους πρακτικής δεν συγκρίνονται ούτε στο ελάχιστο με των σημερινών επιγόνων τους στο ΒΧΜ.

Το ΒΧΜ είναι δημόσιο μουσείο, χρηματοδοτείται από όλους τους πολίτες που ζουν σε αυτή τη χώρα, με ζητούμενο να τους προσφέρει ποιοτικά πολιτισμικά αγαθά. Για τον λόγο αυτό, οφείλει να απευθύνεται γενναιόδωρα σε ένα διευρυμένο φάσμα επισκεπτών, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, με σύγχρονα εκθεσιακά προγράμματα, με ολοκληρωμένες μουσειολογικές αφηγήσεις και ευφάνταστες μουσειογραφικές επιλογές.

Όσο για τους εμπνευστές/στριες της συγκεκριμένης έκθεσης, που αισθητικά και νοηματικά παραπέμπει σε σκοτεινές για την ιστορία των μουσείων εποχές, οφείλουν να κατανοήσουν ότι η υστεροφημία τους δεν θα ωφεληθεί όσο κι αν επαναλαμβάνουν μονότονα το «Κύριε, ελέησον» και τα εθνικοπατριωτικά εμβατήρια, απλώς διότι «ἕκαστον δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται». Το συγκεκριμένο δένδρο δεν είναι εκκλησία, αλλά Μουσείο, κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσες μετάνοιες κι αν κάνουν κι όσα λιβάνια κι αν κάψουν.

Σχολιάστε